- προφέριστος
- -ίστη, -ον, Ααυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφέριστος — surpassing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφέριστε — προφέριστος surpassing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφέριστ' — προφέριστα , προφέριστος surpassing neut nom/voc/acc pl προφέριστε , προφέριστος surpassing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)